- υποβλίττω
- Α1. αφαιρώ κρυφά μέλι, κλέβω μέλι από την κυψέλη2. μτφ. απομυζώ από κάποιον χρήματα («τοὺς τοιούτους ὑποβλίττουσιν οἱ συκοφάνται», Φιλόστρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + βλίττω «αφαιρώ, τρώγω το μέλι».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.